τετράδραχμος

τετράδραχμος
η, -ο / τετράδραχμος, -ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν)
νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά-δραχμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετραδράχμους — τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδραχμιαίος — αία, ον, Α 1. τετράδραχμος 2. (για τόκο) αυτός που αποδίδει τέσσερεις δραχμές κατά μία μνα μηνιαίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράδραχμος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τετράδραχμον — worth four drachmas neut nom/voc/acc sg τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem acc sg τετράδραχμος worth four drachmas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SICLUS — Hebr. Shekel, nummus apud Hebraeos argenteus frequens, duplex erat, Siclus Regius, seu communis, quem laicum vocavit Pagninus, et Siclus Sacer seu Sanctuarii, quorum hie τετράδραχμος ille δίδραχμος, fuit. Siclo Sanctuarii communiter insculpta… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετράαχμον — τὸ, Α βλ. τετράδραχμος …   Dictionary of Greek

  • τετράχμον — τὸ, Α βλ. τετράδραχμος …   Dictionary of Greek

  • τετραδράχμοις — τετράδραχμον worth four drachmas neut dat pl τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδράχμου — τετράδραχμον worth four drachmas neut gen sg τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδράχμων — τετράδραχμον worth four drachmas neut gen pl τετράδραχμος worth four drachmas masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”